υλώ

υλώ
-άω, Α
1. (μόνο στον ενεστ. και στον πρτ.) υλακτώ, γαυγίζω
2. (για άνθρωπο) φωνάζω δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία, πιθ. από ΙΕ ρίζα *ul- «κλαίω, ουρλιάζω» και κατάλ. -άω (πρβλ. βοάω, γοάω). Ανάλογα παραδείγματα ονοματοποιημένων λ. μαρτυρούνται και σε άλλες γλώσσες: λατ. ululo «ουρλιάζω», αρχ. ινδ. ululĭ- «αυτός που ουρλιάζει», με διπλασιασμό (βλ. και λ. ὀλολύζω). Από το θ. τού ρ. ὑλάω έχουν σχηματιστεί με εκφραστική ουρανική παρέκταση -κ- τα ονόματα ὑλακή*, ὑλαγμός* και τα ρήματα ὑλακτῶ*, ὑλάσσω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑλῶ — ὑ̱λῶ , ὑλάω bark imperf ind mp 2nd sg ὑλάω bark pres imperat mp 2nd sg ὑλάω bark pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὑλάω bark pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ὑλάω bark pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ὑλάω bark pres ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τσιλώ — και τσιλάω Ν (για πτηνά) κουτσουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τιλῶ, με μαλάκωμα του τ πριν από ι (πρβλ. κλημα τσ ίδα < κλημα τ ίδα, πι τσ υλώ < πι τ υλώ)] …   Dictionary of Greek

  • λαζοφαρδεύω — (Μ) κραυγάζω επιδεικτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < (υ)λάζω, διαλεκτ. τ. τού Πόντου < ὑλῶ «γαυγίζω» + *φαρδεύω < εὐφραδεύω «μιλώ πολύ, φλυαρώ»] …   Dictionary of Greek

  • μαψυλάκας — μαψυλάκας, ὁ, θηλ. μαψυλάκα (Α) 1. (για σκύλους) αυτός που γαβγίζει μάταια 2. (για ανθρώπους) αυτός που επαναλαμβάνει συνεχώς το ίδιο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + ὑλακή (< ὑλῶ «γαβγίζω»), σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • ολολύζω — (ΑΜ ὀλολύζω και ολολύττω) βγάζω θρηνητικές κραυγές, θρηνώ γοερά, οδύρομαι, ολοφύρομαι, σκούζω αρχ. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά, ιδίως για επίκληση γυναικών προς τους θεούς ή ως εκδήλωση χαράς («ὡς εἰποῡσ ὀλόλυξε θεὰ δὲ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς», Ομ. Οδ.).… …   Dictionary of Greek

  • πυρακτώ — (I) έω, Α 1. στρέφω, αναστρέφω ξύλο στη φωτιά για να γίνει πιο σκληρό 2. κάνω κάτι κόκκινο σαν τη φωτιά 3. ανάβω, καίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. πυρακτῶ αποτελεί εκφραστικό παρ. σε κτ ῶ ενός ρ. πυράζω* (< πῦρ), πρβλ. ἀλυ …   Dictionary of Greek

  • υλάσκω — Α υλακτώ, γαυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολο θεωρείται αν μαρτυρείται ο τ. ὑλάσκω (βλ. λ. ὑλῶ, ὑλάσσω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”